Protothema, 05/05/2020
Στη Ρωσία η κυβέρνηση προσέφυγε στη χρήση καμερών αναγνώρισης προσώπου - H Τουρκία ανακοίνωσε χρήση υποχρεωτικής εφαρμογής για την παρακολούθηση ατόμων που διαγνώστηκαν θετικά στον ιό
Η πανδημία του COVID-19 έχει προκαλέσει πάνω από 200.000 θανάτους παγκοσμίως, εκ των οποίων περισσότεροι από τους μισούς σημειώθηκαν τους τελευταίους δύο μήνες στην Ευρώπη. Αυτά τα μεγέθη και μόνο αρκούν για να καταλάβει κανείς γιατί οι κυβερνήσεις χρειάστηκε να λάβουν έκτακτα μέτρα, όπως απαγόρευση κυκλοφορίας και επιβολή καραντίνας. Τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών είναι σήμερα ενθαρρυντικά. Καθώς κάποιες κυβερνήσεις προβαίνουν στη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, είναι κρίσιμης σημασίας να διασφαλιστεί ότι οι πολύ αυστηροί περιορισμοί που έχουν υιοθετηθεί μέχρι στιγμής δεν θα παραμείνουν σε ισχύ για μεγαλύτερο διάστημα απ’ ό,τι διαρκεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η παρακολούθηση αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες κάνουν χρήση ψηφιακών συσκευών για να διευκολυνθεί η επιβολή μέτρων καραντίνας, η παρακολούθηση της προόδου της νόσου ή η ενημέρωση των πολιτών για πιθανή τους έκθεση σε άτομα που έχουν προσβληθεί από τον ιό. Ο σκοπός είναι να ενισχυθεί η δυνατότητα περιορισμού της διασποράς του COVID-19 και, κατ’ επέκταση, να μειωθεί η πίεση που ασκείται στο σύστημα υγείας και να δοθεί η δυνατότητα να αρχίσουν και πάλι να παρέχονται κλινικές υπηρεσίες και να πραγματοποιούνται χειρουργεία που έχουν αναβληθεί εξαιτίας της πανδημίας. Αξίζει λοιπόν να διερευνηθεί η δυνατότητα χρήσης ψηφιακών εργαλείων. Ωστόσο, η ανάγκη προστασίας της υγείας δεν δικαιολογεί επ’ ουδενί την εν λευκώ παρακολούθηση της ζωής των ανθρώπων. Είναι αναγκαίο οι ψηφιακές τεχνολογίες υγείας να λαμβάνουν υπόψη τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.
Ο σχεδιασμός, η ανάπτυξη και η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών έχουν ηθικές και νομικές προεκτάσεις οι οποίες δεν μπορούν να αγνοούνται. Οι ψηφιακές τεχνολογίες όντως μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής μας, ιδίως καθιστώντας ασφαλέστερη και ταχύτερη την έξοδο από την τρέχουσα κατάσταση περιορισμού, να βελτιώσουν την αντιμετώπιση απειλών για τη δημόσια υγεία, να ενισχύσουν τη λογοδοσία και να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες σε πολλούς βασικούς τομείς της ζωής, όπως η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Από την άλλη μεριά, όμως, μπορούν να στραφούν εναντίον μας εφόσον εισβάλλουν στην ιδιωτική μας ζωή και περιορίζουν τη δυνατότητά μας να συμμετέχουμε στην κοινωνία. Αυτός ο κίνδυνος έχει ήδη υλοποιηθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης: Στη Ρωσία η κυβέρνηση προσέφυγε στη χρήση καμερών αναγνώρισης προσώπου για την επιβολή μέτρων καραντίνας χωρίς επαρκείς εγγυήσεις ότι μια τέτοια παρεμβατική τεχνολογία δεν θα γενικευτεί και για άλλους σκοπούς.
Στο Αζερμπαϊτζάν οι πολίτες υποχρεώνονται να αναφέρουν τις μετακινήσεις τους σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα μέσω SMS, εν δυνάμει παρέχοντας τη δυνατότητα στην Αστυνομία να τους παρακολουθεί.
Στο Μαυροβούνιο η κυβέρνηση ανάρτησε στον διαδικτυακό της τόπο κατάλογο των ονομάτων και των διευθύνσεων των ατόμων στα οποία είχε δοθεί η εντολή να τεθούν σε κατ’ οίκον απομόνωση επί 14 ημέρες μετά την επιστροφή τους από το εξωτερικό, προκειμένου να τους αποθαρρύνει να παραβούν την εντολή. Στην Πολωνία το κράτος θέτει στη διάθεση των πολιτών μια εφαρμογή κινητού τηλεφώνου και υποχρεώνει όσους βρίσκονται σε καραντίνα να τη χρησιμοποιούν και να βγάζουν πολλές φορές την ημέρα selfies με ένδειξη του χρόνου λήψης και συντεταγμένες GPS, ώστε να αποδεικνύεται ότι τηρούν την εντολή της καραντίνας.
Τυχόν μη συμμόρφωση μπορεί να οδηγήσει σε παρέμβαση της αστυνομίας και σε επιβολή υψηλού προστίμου.
Η Τουρκία, επίσης, ανακοίνωσε τη χρήση παρόμοιας υποχρεωτικής εφαρμογής για την παρακολούθηση ατόμων που διαγνώστηκαν θετικά στον ιό SARS-CoV-2.
Στην Ισπανία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ατόμων που χρησιμοποιούσαν μια εφαρμογή κινητού τηλεφώνου της κυβέρνησης της Αυτόνομης Κοινότητας της Μαδρίτης αρχικά έπρεπε να κοινοποιηθούν στις ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες βοήθησαν να αναπτυχθεί η εφαρμογή, όπως οι Google, Telefonica και Ferrovial, προτού γίνουν προσαρμογές στην εφαρμογή προκειμένου να βελτιωθεί η προστασία της ιδιωτικής ζωής. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο «Guardian» αποκάλυψε ότι τεχνολογικές εταιρείες επεξεργάζονται τα εμπιστευτικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ασθενών χωρίς διαφάνεια ή λογοδοσία.
Αυτά είναι τα πιο ανησυχητικά παραδείγματα μιας ευρύτερης τάσης παρακολούθησης που παρατηρείται στην Ευρώπη, τάση η οποία προκαλεί ανησυχία σχετικά με το κατά πόσο είναι συμβατή με τα πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα που διέπουν την προστασία των δεδομένων, ιδίως με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι μπορεί να υπάρχει περιορισμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου και ότι η χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να είναι αναγκαία σε ορισμένες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, τόνισε ότι τα κράτη μπορούν να συλλέγουν, να χρησιμοποιούν και να αποθηκεύουν ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο σε εξαιρετικές και συγκεκριμένες συνθήκες, παρέχοντας ταυτόχρονα επαρκείς νομικές ασφαλιστικές δικλίδες και ανεξάρτητη εποπτεία.
Πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι τα μέτρα που υιοθετούνται βασίζονται στο δίκαιο, παραμένουν αναγκαία για τον εκάστοτε σκοπό, είναι όσο το δυνατόν λιγότερο παρεμβατικά και αίρονται όταν παύει να υφίσταται ο λόγος για τον οποίο τέθηκαν σε εφαρμογή.
Η διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων επίσης ρυθμίζεται αυστηρά από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία του Ατόμου από την επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα και από το δίκαιο της Ε.Ε., με τα σαφή όρια που έχει θέσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις ενέργειες των κρατών-μελών της Ε.Ε. που δεν συνάδουν με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.
Αν και οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν θα πρέπει να δεχθούμε ότι μπορούν να δώσουν λύση σε όλα τα προβλήματα. Θα πρέπει να προσφεύγουμε στη χρήση τους μόνο εφόσον αυτή γίνεται με σεβασμό στους δημοκρατικούς κανόνες.
Εάν οι κυβερνήσεις δεν σέβονται αυτά τα νομικά όρια, θέτουν σε κίνδυνο το σύστημα που διαθέτουμε για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, χωρίς απαραιτήτως να βελτιώνεται η προστασία της υγείας μας. Επίσης, διακινδυνεύουν να χάσουν την εμπιστοσύνη και τη στήριξη των πολιτών, ένα αναγκαίο στοιχείο στις κρατικές προσπάθειες για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και υγείας.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι στις 22 Απριλίου η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία εκπροσωπούνται και τα 47 κράτη-μέλη, υιοθέτησε δήλωση με την οποία υπενθυμίζεται ότι «τα μέτρα για την καταπολέμηση της νόσου και των ευρύτερων συνεπειών της πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τις αρχές του Οργανισμού και τις δεσμεύσεις των κρατών-μελών». Πρόκειται για μια σημαντική δέσμευση την οποία τα κράτη-μέλη οφείλουν να υλοποιήσουν.
Πράγματι, σε μια δημοκρατία δεν νοείται να θυσιάζεται ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής για την προστασία της υγείας. Αντιθέτως, η υγεία και η προστασία των δεδομένων αποτελούν αναγκαία στοιχεία για να ζούμε με αξιοπρέπεια και ασφάλεια. Οι κυβερνήσεις μπορούν και οφείλουν να βρουν την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις δύο επιτακτικές ανάγκες και να διασφαλίσουν ότι η τεχνολογία χρησιμοποιείται προς όφελος και όχι εις βάρος των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της δημοκρατίας και των κανόνων δικαίου. Για να γίνει, όμως, αυτό πρέπει να προβούν σε μια σειρά από ενέργειες:
Πρώτον, οι κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι ψηφιακές συσκευές σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την ισότιμη μεταχείριση. Αυτές οι συσκευές πρέπει να είναι ανώνυμες, κρυπτογραφημένες, αποκεντρωμένες, να λειτουργούν με ανοιχτό κώδικα και να διατίθενται σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, γεφυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο το ψηφιακό χάσμα που εξακολουθεί να υπάρχει στην Ευρώπη.
Η χρήση τους πρέπει να είναι εθελοντική, να βασίζεται στη συναίνεση κατόπιν σχετικής ενημέρωσης, να περιορίζεται στους σκοπούς της προστασίας της υγείας, να περιλαμβάνει σαφές χρονικό όριο και να χαρακτηρίζεται από πλήρη διαφάνεια. Οι χρήστες θα πρέπει να μπορούν να τερματίσουν τη λειτουργία ανά πάσα στιγμή, διαγράφοντας όλα τα δεδομένα τους, καθώς και να καταγγέλλουν παραβιάσεις της ιδιωτικής τους ζωής καταφεύγοντας σε ανεξάρτητα και αποτελεσματικά ένδικα μέσα και βοηθήματα.
Δεύτερον, οι νόμοι που επιτρέπουν στα κράτη να συλλέγουν, να χρησιμοποιούν και να αποθηκεύουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να συμμορφώνονται αυστηρά με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, όπως αυτό προστατεύεται από την εθνική νομολογία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Τρίτον, οι ενέργειες των κυβερνήσεων πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ανεξάρτητου διεξοδικού ελέγχου. Σε περιόδους στις οποίες φόβοι για την υγεία δικαιολογημένα αυξάνουν τον βαθμό αποδοχής από τους πολίτες παρεμβατικών μέτρων, καθίσταται ολοένα επιτακτικότερη η ανάγκη ισχυρής επίβλεψης από αρμόδιους και ανεξάρτητους φορείς που μπορούν να λειτουργήσουν εκτός κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Αυτό προϋποθέτει δικαστικό έλεγχο και λογοδοσία, καθώς και παρακολούθηση από το Κοινοβούλιο και εθνικούς φορείς για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Κατ’ ελάχιστον, οι ανεξάρτητες αρχές για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να ελέγχουν και να εγκρίνουν τις τεχνολογικές συσκευές πριν αυτές χρησιμοποιηθούν από τις κρατικές αρχές και τους εταίρους τους.
Οι κρίσεις δημόσιας υγείας είναι πραγματικές απειλές οι οποίες απαιτούν αποτελεσματική αντιμετώπιση. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε, ωστόσο, ότι τα μέτρα παρακολούθησης που παρακάμπτουν τα δικαιώματα του ανθρώπου και τους κανόνες δικαίου δεν συνιστούν δημοκρατική λύση.